- ἐλλιπεστέρα
- ἐλλιπεστέρᾱ , ἐλλιπήςleaving outfem nom/voc/acc comp dualἐλλιπεστέρᾱ , ἐλλιπήςleaving outfem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐλλιπεστέρᾳ — ἐλλιπεστέρᾱͅ , ἐλλιπής leaving out fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλιπέστερα — ἐλλιπής leaving out neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλιπεστέραν — ἐλλιπεστέρᾱν , ἐλλιπής leaving out fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποδεέστερος — η, ο / ὑποδεέστερος, έρα, ον, ΝΜΑ 1. κατώτερος σε αξία, τάξη, δύναμη ή ποιότητα (α. «ο δεύτερος υποψήφιος είναι φανερά υποδεέστερος σε σχέση με τον πρώτο» β. «μητρὸς ἀμύμονος πατρὸς δὲ ὑποδεεστέρου», Ηρόδ.) αρχ. μικρότερος, νεώτερος («ἡ… … Dictionary of Greek
ἐλλιπεστέραις — ἐλλιπής leaving out fem dat comp pl ἐλλιπεστέρᾱͅς , ἐλλιπής leaving out fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)